Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
ΠΡΟΣ: τον πατέρα μου...
Πατέρα, αυτό το post είναι για σένα. Για να σου πώ πρώτα-πρώτα ότι, αν και "έφυγες" πριν 4,5 χρόνια, σ'αγαπάω. Σ'αγαπάω γιατί είσαι ο πατέρας μου. Ο κυματοθραύστης μου. Από τότε που ήμουν μικρός, που μου έλυνες τις ασκήσεις στα μαθηματικά. Ή που καθόμασταν με την αδελφή μου κάθε μέρα και μας έκανες μάθημα αγγλικών, ώρες ατελείωτες. Ή που, κάθε φορά που ερχόσουν σπίτι από τη δουλειά, ανοίγαμε την τσάντα σου για να δούμε τί παραμύθι μας έφερες. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, εμάς μας άρεσαν οι μετακομίσεις κάθε χρόνο, από τη μια πόλη στην άλλη. Εσένα ήταν η δουλειά σου: σαν αξιωματικός του Στρατού, πήγαινες όπου σε καλούσε η Υπηρεσία. Για εμάς όμως, ήταν περιπέτεια. Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λονδίνο, Δράμα, Λήμνος, Αθήνα... Κάθε χρόνο νέο σπίτι, νέες παρέες, νέοι δρόμοι. Θυμάμαι, με στεναχωρούσε στην αρχή η αλλαγή, τις πρώτες μέρες στο νέο μου σχολείο έκλαιγα. Όμως μετά, εξερεύνηση, ανακαλύψεις, χαρά.
Κι εσύ ήσουν πάντα το ασφαλές λιμάνι. Ό,τι και να γινόταν, υπήρχες εσύ. Ό,τι ανάγκη είχαμε, υπήρχες εσύ. Θυμάσαι όταν μου αγόρασες το πρώτο μου ποδήλατο; Με τί χαρά το καβάλησα, με τί χαρά έτρεχα, και με τί έκπληξη έφαγα την πρώτη μου "χύμα" όταν διαπίστωσα ότι, αν πατήσω τέρμα τα φρένα, το ποδήλατο κοκκαλώνει κι εγώ προσγειώνομαι ανώμαλα.
Θυμάμαι τον 1 χρόνο στο Λονδίνο, το 1970, τότε που πρωτοπήγα σχολείο. Σε εγγλέζικο σχολείο. Μάθαμε τη γλώσσα σαν ποιηματάκι. Εκεί αγοράσαμε το αυτοκίνητο, εκεί μας έπαιρνες τα Σαββατοκύριακα σε ατελείωτες εκδρομές. Όμορφα χρόνια, που άφησαν τη γεύση της γλυκειάς νοσταλγίας.
Θυμάμαι που ερχόσουν και μ'έπαιρνες από το σχολείο στην Αθήνα, στα ταραγμένα χρόνια των αρχών του '70: η Βασιλίσσης Σοφίας γεμάτη διαδηλωτές που φώναζαν συνθήματα. Θυμάμαι και την επιστράτευση του 74, τότε που παραθερίζαμε και μέσα σε λίγες ώρες μας είπες ότι πρέπει να φύγεις. Η Υπηρεσία σε είχε στείλει στον Έβρο για να φυλάξεις τα σύνορα, όμως δεν μπορούσες να μας το πεις τότε, γιατί είχαμε πόλεμο. Πολλές μέρες αργότερα, μας πήρες τηλέφωνο και μας είπες να μην ανησυχούμε.
Και μετά, όταν διάβαζα σαν τρελλός για τις Πανελλήνιες εξετάσεις, για να μπω στο Πολυτεχνείο, τί βοήθεια μου έδινες. Ή, μέσα στη Σχολή πλέον, όταν άρχισαν οι πρώτες αναζητήσεις: πολιτικής, ζωής, στόχων. Ήσουν πάντα εκεί, με την αγκαλιά ανοιχτή, τον σοφό λόγο έτοιμο, το χέρι απλωμένο, όχι για να μη σκοντάψουμε αλλά, όταν σκοντάψουμε, για να μας σηκώσεις.
Κι έπειτα, όταν έφυγα για Αγγλία, για μεταπτυχιακά. Πήγα για 1 χρόνο, κι έμεινα 9: σπουδές, δουλειά. Εσύ και η μητέρα, φοβόσασταν μήπως μείνω εκεί για πάντα. Δε λέω, ήταν φανταστικά στην Αγγλία, όμως γύρισα Ελλάδα. Μετά, θυμάμαι τότε που σας ανακοίνωσα για το "αίσθημα", και ότι σκοπεύαμε να παντρευτούμε. Τότε που την πρωτοέφερα στο σπίτι, που την καλοδεχτήκατε σαν κόρη σας. Θυμάμαι τη χαρά του αρραβώνα, τη χαρά του γάμου. Έλαμπες.
Και τότε που ξεκινούσα τη δική μου δουλειά. Όνειρο ζωής. Έτσι ήμουν από μικρός, ονειροπόλος, με το "σπαθί" έτοιμο. Μου έδινες συμβουλές συνέχεια: "ξέρεις τους πελάτες σου;", "ξέρεις τα κόστη σου;", "ξέρεις τους ανταγωνιστές σου;". Κάθε σου λέξη, ένα ταρακούνημα, κάθε σου συμβουλή θησαυρός. Άνοιγα τον δικό μου δρόμο, και, για άλλη μια φορά, ήσουν δίπλα μου στα δύσκολα.
Θυμάμαι όμως και την εγχείριση καρδιάς το 98, τον καρκίνο το 2000, το "τέλος" το 2002. Πέρασες τη μπόρα σου. Η μητέρα ήταν αυτή που στάθηκε δίπλα σου, κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Εγώ έτρεξα όσο μπορούσα: γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα. Θυμάμαι τον τελευταίο σου μήνα, τότε που ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο η μητέρα γιατί δεν αιθανόσουν καλά. Ήρθα σε 5 λεπτά! Σαν να είχαν πυραύλους τα πόδια μου! Καλέσαμε το 166, αργούσε. Θυμάσαι που σε πήρα στην αγκαλιά μου, σα μωρό παιδί, όπως μ'έπαιρνες κι εσύ όταν ήμουν μικρός, και σε κατέβασα στο νοσοκομειακό για να κάνουμε γρήγορα; Με κοίταζες. Με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και μετά, νοσοκομείο. Πήρες λίγο το καλύτερο, μια τελευταία αναλαμπή. Και μετά, το "τέλος". Δεν έκλαψα, γιατί ξέρω ότι, εκεί που είσαι, είσαι καλά.
Μεταξύ μας δεν χρειαζόταν να μου πεις λέξεις πολλές, μιλούσαν οι πράξεις, και 2-3 κουβέντες μόνο. Ήσουν το ασφαλές λιμάνι, που με βοήθησε να γίνω άνθρωπος. Τί μου έδωσες; Πολλά. Το μέτρο, την αναζήτηση του καινούργιου, τη σταθερότητα, το νόημα της οικογένειας, την επιμονή, τον τρόπο σκέψης. Αυτά που δίνει ένας πατέρας. Τα χρειάστηκα πολλές φορές, όταν το δικό μου καράβι μπήκε σε 1000 φουρτούνες. 'Ομως τις ξεπέρασα όλες, γιατί μου είχες μάθει εσύ πώς.
Ήθελα όλα αυτά να τα μοιραστώ μαζί σου, σήμερα. Και ήθελα να τα μοιραστώ και με τα φιλαράκια μου στο pathfinder, που ίσως διαβάσουν αυτό το post, που διαβάζω κι εγώ τα δικά τους. Τί νόημα έχει το να νοιώθω κάτι, αν δεν το μοιράζομαι με την παρέα μου;
Πατέρα, ξέρω ότι με "διαβάζεις". Δεν θέλω να σου πω πιο πολλά. Μόνο 4 λέξεις: σ'αγαπώ, σ'ευχαριστώ. Ελπίζω κι εγώ να γίνω το ίδιο καλός πατέρας στα δικά μου παιδιά. Κι ελπίζω ο Πατέρας όλων μας, εκεί που βρίσκεσαι, να σου δίνει πλέον Αυτός τη δική του Άπειρη αγάπη.
Ο Γιός σου.
Πατέρα, αυτό το post είναι για σένα. Για να σου πώ πρώτα-πρώτα ότι, αν και "έφυγες" πριν 4,5 χρόνια, σ'αγαπάω. Σ'αγαπάω γιατί είσαι ο πατέρας μου. Ο κυματοθραύστης μου. Από τότε που ήμουν μικρός, που μου έλυνες τις ασκήσεις στα μαθηματικά. Ή που καθόμασταν με την αδελφή μου κάθε μέρα και μας έκανες μάθημα αγγλικών, ώρες ατελείωτες. Ή που, κάθε φορά που ερχόσουν σπίτι από τη δουλειά, ανοίγαμε την τσάντα σου για να δούμε τί παραμύθι μας έφερες. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, εμάς μας άρεσαν οι μετακομίσεις κάθε χρόνο, από τη μια πόλη στην άλλη. Εσένα ήταν η δουλειά σου: σαν αξιωματικός του Στρατού, πήγαινες όπου σε καλούσε η Υπηρεσία. Για εμάς όμως, ήταν περιπέτεια. Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λονδίνο, Δράμα, Λήμνος, Αθήνα... Κάθε χρόνο νέο σπίτι, νέες παρέες, νέοι δρόμοι. Θυμάμαι, με στεναχωρούσε στην αρχή η αλλαγή, τις πρώτες μέρες στο νέο μου σχολείο έκλαιγα. Όμως μετά, εξερεύνηση, ανακαλύψεις, χαρά.
Κι εσύ ήσουν πάντα το ασφαλές λιμάνι. Ό,τι και να γινόταν, υπήρχες εσύ. Ό,τι ανάγκη είχαμε, υπήρχες εσύ. Θυμάσαι όταν μου αγόρασες το πρώτο μου ποδήλατο; Με τί χαρά το καβάλησα, με τί χαρά έτρεχα, και με τί έκπληξη έφαγα την πρώτη μου "χύμα" όταν διαπίστωσα ότι, αν πατήσω τέρμα τα φρένα, το ποδήλατο κοκκαλώνει κι εγώ προσγειώνομαι ανώμαλα.
Θυμάμαι τον 1 χρόνο στο Λονδίνο, το 1970, τότε που πρωτοπήγα σχολείο. Σε εγγλέζικο σχολείο. Μάθαμε τη γλώσσα σαν ποιηματάκι. Εκεί αγοράσαμε το αυτοκίνητο, εκεί μας έπαιρνες τα Σαββατοκύριακα σε ατελείωτες εκδρομές. Όμορφα χρόνια, που άφησαν τη γεύση της γλυκειάς νοσταλγίας.
Θυμάμαι που ερχόσουν και μ'έπαιρνες από το σχολείο στην Αθήνα, στα ταραγμένα χρόνια των αρχών του '70: η Βασιλίσσης Σοφίας γεμάτη διαδηλωτές που φώναζαν συνθήματα. Θυμάμαι και την επιστράτευση του 74, τότε που παραθερίζαμε και μέσα σε λίγες ώρες μας είπες ότι πρέπει να φύγεις. Η Υπηρεσία σε είχε στείλει στον Έβρο για να φυλάξεις τα σύνορα, όμως δεν μπορούσες να μας το πεις τότε, γιατί είχαμε πόλεμο. Πολλές μέρες αργότερα, μας πήρες τηλέφωνο και μας είπες να μην ανησυχούμε.
Και μετά, όταν διάβαζα σαν τρελλός για τις Πανελλήνιες εξετάσεις, για να μπω στο Πολυτεχνείο, τί βοήθεια μου έδινες. Ή, μέσα στη Σχολή πλέον, όταν άρχισαν οι πρώτες αναζητήσεις: πολιτικής, ζωής, στόχων. Ήσουν πάντα εκεί, με την αγκαλιά ανοιχτή, τον σοφό λόγο έτοιμο, το χέρι απλωμένο, όχι για να μη σκοντάψουμε αλλά, όταν σκοντάψουμε, για να μας σηκώσεις.
Κι έπειτα, όταν έφυγα για Αγγλία, για μεταπτυχιακά. Πήγα για 1 χρόνο, κι έμεινα 9: σπουδές, δουλειά. Εσύ και η μητέρα, φοβόσασταν μήπως μείνω εκεί για πάντα. Δε λέω, ήταν φανταστικά στην Αγγλία, όμως γύρισα Ελλάδα. Μετά, θυμάμαι τότε που σας ανακοίνωσα για το "αίσθημα", και ότι σκοπεύαμε να παντρευτούμε. Τότε που την πρωτοέφερα στο σπίτι, που την καλοδεχτήκατε σαν κόρη σας. Θυμάμαι τη χαρά του αρραβώνα, τη χαρά του γάμου. Έλαμπες.
Και τότε που ξεκινούσα τη δική μου δουλειά. Όνειρο ζωής. Έτσι ήμουν από μικρός, ονειροπόλος, με το "σπαθί" έτοιμο. Μου έδινες συμβουλές συνέχεια: "ξέρεις τους πελάτες σου;", "ξέρεις τα κόστη σου;", "ξέρεις τους ανταγωνιστές σου;". Κάθε σου λέξη, ένα ταρακούνημα, κάθε σου συμβουλή θησαυρός. Άνοιγα τον δικό μου δρόμο, και, για άλλη μια φορά, ήσουν δίπλα μου στα δύσκολα.
Θυμάμαι όμως και την εγχείριση καρδιάς το 98, τον καρκίνο το 2000, το "τέλος" το 2002. Πέρασες τη μπόρα σου. Η μητέρα ήταν αυτή που στάθηκε δίπλα σου, κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Εγώ έτρεξα όσο μπορούσα: γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα. Θυμάμαι τον τελευταίο σου μήνα, τότε που ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο η μητέρα γιατί δεν αιθανόσουν καλά. Ήρθα σε 5 λεπτά! Σαν να είχαν πυραύλους τα πόδια μου! Καλέσαμε το 166, αργούσε. Θυμάσαι που σε πήρα στην αγκαλιά μου, σα μωρό παιδί, όπως μ'έπαιρνες κι εσύ όταν ήμουν μικρός, και σε κατέβασα στο νοσοκομειακό για να κάνουμε γρήγορα; Με κοίταζες. Με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και μετά, νοσοκομείο. Πήρες λίγο το καλύτερο, μια τελευταία αναλαμπή. Και μετά, το "τέλος". Δεν έκλαψα, γιατί ξέρω ότι, εκεί που είσαι, είσαι καλά.
Μεταξύ μας δεν χρειαζόταν να μου πεις λέξεις πολλές, μιλούσαν οι πράξεις, και 2-3 κουβέντες μόνο. Ήσουν το ασφαλές λιμάνι, που με βοήθησε να γίνω άνθρωπος. Τί μου έδωσες; Πολλά. Το μέτρο, την αναζήτηση του καινούργιου, τη σταθερότητα, το νόημα της οικογένειας, την επιμονή, τον τρόπο σκέψης. Αυτά που δίνει ένας πατέρας. Τα χρειάστηκα πολλές φορές, όταν το δικό μου καράβι μπήκε σε 1000 φουρτούνες. 'Ομως τις ξεπέρασα όλες, γιατί μου είχες μάθει εσύ πώς.
Ήθελα όλα αυτά να τα μοιραστώ μαζί σου, σήμερα. Και ήθελα να τα μοιραστώ και με τα φιλαράκια μου στο pathfinder, που ίσως διαβάσουν αυτό το post, που διαβάζω κι εγώ τα δικά τους. Τί νόημα έχει το να νοιώθω κάτι, αν δεν το μοιράζομαι με την παρέα μου;
Πατέρα, ξέρω ότι με "διαβάζεις". Δεν θέλω να σου πω πιο πολλά. Μόνο 4 λέξεις: σ'αγαπώ, σ'ευχαριστώ. Ελπίζω κι εγώ να γίνω το ίδιο καλός πατέρας στα δικά μου παιδιά. Κι ελπίζω ο Πατέρας όλων μας, εκεί που βρίσκεσαι, να σου δίνει πλέον Αυτός τη δική του Άπειρη αγάπη.
Ο Γιός σου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου